- πήνισμα
- πήν-ισμα, ατος, τό,A woof on the spool, AP6.283; ἱστότονα π. (A.ap.) Ar.Ra.1315, cf. Sammelb.5873.6 ([place name] Cyrene).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πήνισμα — woof on the spool neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήνισμα — τὸ, Α [πηνίζομαι] 1. το νήμα που είναι περιτυλιγμένο στο μασούρι, το υφάδι 2. ύφασμα («ἱστότονα πηνίσματα», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
πηνισμάτων — πήνισμα woof on the spool neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηνίσματα — πήνισμα woof on the spool neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)